- ἐνάλειμμα
- ἐνάλ-ειμμα [pron. full] [ᾰ], ατος, τό,A eyesalve, Arist.Pr.876b13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενάλειμμα — το (AM ἐνάλειμμα) το επαλειφόμενο, η αλοιφή, το χρίσμα … Dictionary of Greek
ἐναλείμμασι — ἐνάλειμμα eyesalve neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)